φυλογονικός

φυλογονικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογονία (βλ. λ.).
2. αυτός που αναφέρεται στις γενετήσιες σχέσεις των φύλων: Φυλογονικό ένστικτο (το γενετήσιο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυλογονικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογονία 2. ο σχετικός με τις γενετήσιες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. επίρρ... φυλογονικώς και φυλογονικά από φυλογονική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλογονία. Η λ., στον λόγιο τ. τού επιρρ. φυλογονικῶς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”