- φυλογονικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογονία (βλ. λ.).2. αυτός που αναφέρεται στις γενετήσιες σχέσεις των φύλων: Φυλογονικό ένστικτο (το γενετήσιο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.